κλισμός

κλισμός
κλισμός
couch
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλισμός — κλισμός, ὁ (Α) 1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 2. κατηφοριά, κλίση εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. μός. Το σ από επίδραση τών κλίσις, κλισία] …   Dictionary of Greek

  • κλισμοῖο — κλισμός couch masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖς — κλισμός couch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖσι — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖσιν — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοί — κλισμός couch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῦ — κλισμός couch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμούς — κλισμός couch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμῶ — κλισμός couch masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμῶν — κλισμός couch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”